κοκκίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκκίωση | οι | κοκκιώσεις |
γενική | της | κοκκίωσης* | των | κοκκιώσεων |
αιτιατική | την | κοκκίωση | τις | κοκκιώσεις |
κλητική | κοκκίωση | κοκκιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοκκιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοκκίωση θηλυκό
- (ιατρική) η εμφάνιση κοκκίων / φλεγμονωδών όζων σε ουδετερόφιλα κύτταρα, εξαιτίας λοιμώξεων ή άλλων λόγων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοκκίωση
|