↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιτόστρωση οι κοιτοστρώσεις
      γενική της κοιτόστρωσης* των κοιτοστρώσεων
    αιτιατική την κοιτόστρωση τις κοιτοστρώσεις
     κλητική κοιτόστρωση κοιτοστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοιτοστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιτόστρωση < κοίτη + -ο- + στρώση (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radier[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοιτόστρωση θηλυκό

  1. (τεχνολογία) η στρώση της κοίτης ενός ποταμού με ειδικά σύρματα και υλικά, ώστε να προστατεύεται από τη διάβρωση
  2. (τεχνολογία) είδος θεμελίωσης κτηρίου, ώστε να προστατεύεται από την καθίζηση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • κοιτόστρωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. κοιτόστρωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)