κοιταγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιταγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου κοιτάζω, κοιτώ
Μετοχή επεξεργασία
κοιταγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν κοιτάξει, συνήθως κάτω από μια ορισμένη οπτική γωνία ή σκοπιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιταγμένος
|