↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινολογήσιμος η κοινολογήσιμη το κοινολογήσιμο
      γενική του κοινολογήσιμου της κοινολογήσιμης του κοινολογήσιμου
    αιτιατική τον κοινολογήσιμο την κοινολογήσιμη το κοινολογήσιμο
     κλητική κοινολογήσιμε κοινολογήσιμη κοινολογήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινολογήσιμοι οι κοινολογήσιμες τα κοινολογήσιμα
      γενική των κοινολογήσιμων των κοινολογήσιμων των κοινολογήσιμων
    αιτιατική τους κοινολογήσιμους τις κοινολογήσιμες τα κοινολογήσιμα
     κλητική κοινολογήσιμοι κοινολογήσιμες κοινολογήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινολογήσιμος < κοινολογώ + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

κοινολογήσιμος, -η, -ο[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. κοινολογήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)