Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλωστοϋφαντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλωστοϋφαντικ
ός
η
κλωστοϋφαντικ
ή
το
κλωστοϋφαντικ
ό
γενική
του
κλωστοϋφαντικ
ού
της
κλωστοϋφαντικ
ής
του
κλωστοϋφαντικ
ού
αιτιατική
τον
κλωστοϋφαντικ
ό
την
κλωστοϋφαντικ
ή
το
κλωστοϋφαντικ
ό
κλητική
κλωστοϋφαντικ
έ
κλωστοϋφαντικ
ή
κλωστοϋφαντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλωστοϋφαντικ
οί
οι
κλωστοϋφαντικ
ές
τα
κλωστοϋφαντικ
ά
γενική
των
κλωστοϋφαντικ
ών
των
κλωστοϋφαντικ
ών
των
κλωστοϋφαντικ
ών
αιτιατική
τους
κλωστοϋφαντικ
ούς
τις
κλωστοϋφαντικ
ές
τα
κλωστοϋφαντικ
ά
κλητική
κλωστοϋφαντικ
οί
κλωστοϋφαντικ
ές
κλωστοϋφαντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλωστοϋφαντικός
<
κλωστή
+
-ο-
+
υφαντικός
Επίθετο
επεξεργασία
κλωστοϋφαντικός
άλλη μορφή
του
κλωστοϋφαντουργικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλωστοϋφαντικός
→
δείτε
τη λέξη
κλωστοϋφαντουργικός