Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλουκούτιασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κλουκούτιασμα
τα
κλουκουτιάσμα
τ
α
γενική
του
κλουκουτιάσμα
τ
ος
των
κλουκουτιασμά
τ
ων
αιτιατική
το
κλουκούτιασμα
τα
κλουκουτιάσμα
τ
α
κλητική
κλουκούτιασμα
κλουκουτιάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλουκούτιασμα
<
κλουκουτάω
+
-μα
<
αρωμουνική
klukutésku
(
παφλάζω
,
αναταράζω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλουκούτιασμα
ουδέτερο
(
ιδιωματικό
) (
παρωχημένο
)
ανάδευση
,
ανακάτεμα
Συγγενικά
επεξεργασία
κλουκουτάω
Κλοκοτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλουκούτιασμα
→
δείτε
τις λέξεις
αναδεύω
και
ανακατεύω