κλουκουτάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλουκουτάω < αρωμουνική klukutésku (παφλάζω, αναταράζω) < σλαβικής προέλευσης клокоти (klokoti) / клоко̀тати (klokòtati) < πρωτοσλαβική *klokotati (κελαρύζω, κοχλάζω) < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα
επεξεργασίακλουκουτάω