Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλισιοσκόπιο τα κλισιοσκόπια
      γενική του κλισιοσκόπιου
κλισιοσκοπίου
των κλισιοσκόπιων
κλισιοσκοπίων
    αιτιατική το κλισιοσκόπιο τα κλισιοσκόπια
     κλητική κλισιοσκόπιο κλισιοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλισιοσκόπιο < (καθαρεύουσα) κλισιοσκόπιον, κλίση + -σκόπιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλισιοσκόπιο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία