κλισιοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλισιοσκόπιο | τα | κλισιοσκόπια |
γενική | του | κλισιοσκόπιου & κλισιοσκοπίου |
των | κλισιοσκόπιων & κλισιοσκοπίων |
αιτιατική | το | κλισιοσκόπιο | τα | κλισιοσκόπια |
κλητική | κλισιοσκόπιο | κλισιοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλισιοσκόπιο < (καθαρεύουσα) κλισιοσκόπιον, κλίση + -σκόπιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλισιοσκόπιο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) σκοπευτικό εξάρτημα όπλων και πυροβόλων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- παρασκοπολάβιον (καθαρεύουσα)
- σκόπευτρο
- στόχαστρο