Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλητευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλητευμέν
ος
η
κλητευμέν
η
το
κλητευμέν
ο
γενική
του
κλητευμέν
ου
της
κλητευμέν
ης
του
κλητευμέν
ου
αιτιατική
τον
κλητευμέν
ο
την
κλητευμέν
η
το
κλητευμέν
ο
κλητική
κλητευμέν
ε
κλητευμέν
η
κλητευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλητευμέν
οι
οι
κλητευμέν
ες
τα
κλητευμέν
α
γενική
των
κλητευμέν
ων
των
κλητευμέν
ων
των
κλητευμέν
ων
αιτιατική
τους
κλητευμέν
ους
τις
κλητευμέν
ες
τα
κλητευμέν
α
κλητική
κλητευμέν
οι
κλητευμέν
ες
κλητευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κλητευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κλητεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλητευμένος