Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλεφτοφάναρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κλεφτοφάναρ
ο
τα
κλεφτοφάναρ
α
γενική
του
κλεφτοφάναρ
ου
των
κλεφτοφάναρ
ων
αιτιατική
το
κλεφτοφάναρ
ο
τα
κλεφτοφάναρ
α
κλητική
κλεφτοφάναρ
ο
κλεφτοφάναρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλεφτοφάναρο
<
κλέφτης
+
-ο-
+
φανάρι
+
-ο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kle.ftoˈfa.na.ɾo
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλεφτοφάναρο
ουδέτερο
(
παρωχημένο
)
είδος
φορητού
φαναριού
ή
φανού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλεφτοφάναρο
αγγλικά
:
flashlamp
(en)
,
flashlight
(en)