↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κινναμαλδεΰδη οι κινναμαλδεΰδες
      γενική της κινναμαλδεΰδης των κινναμαλδεϋδών
    αιτιατική την κινναμαλδεΰδη τις κινναμαλδεΰδες
     κλητική κινναμαλδεΰδη κινναμαλδεΰδες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κινναμαλδεΰδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική cinnamaldehyde < cinnamon (< παλαιά γαλλικά cinnamone < λατινικά cinnamon / cinnamomum < αρχαία ελληνικά κίνναμον / κιννάμωμον) + aldehyde (< alcohol + dehydrogenatum)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κινναμαλδεΰδη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία