κιννάμωμον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακιννάμωμον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιννάμωμον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κιννάμωμον το γνήσιον (βοτανική, καθαρεύουσα)
Πηγές
επεξεργασία- κιννάμωμον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κιννάμωμον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.