Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κιγκλιδωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κιγκλιδωμέν
ος
η
κιγκλιδωμέν
η
το
κιγκλιδωμέν
ο
γενική
του
κιγκλιδωμέν
ου
της
κιγκλιδωμέν
ης
του
κιγκλιδωμέν
ου
αιτιατική
τον
κιγκλιδωμέν
ο
την
κιγκλιδωμέν
η
το
κιγκλιδωμέν
ο
κλητική
κιγκλιδωμέν
ε
κιγκλιδωμέν
η
κιγκλιδωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κιγκλιδωμέν
οι
οι
κιγκλιδωμέν
ες
τα
κιγκλιδωμέν
α
γενική
των
κιγκλιδωμέν
ων
των
κιγκλιδωμέν
ων
των
κιγκλιδωμέν
ων
αιτιατική
τους
κιγκλιδωμέν
ους
τις
κιγκλιδωμέν
ες
τα
κιγκλιδωμέν
α
κλητική
κιγκλιδωμέν
οι
κιγκλιδωμέν
ες
κιγκλιδωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κιγκλιδωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κιγκλιδώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιγκλιδωμένος