Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιγκλιδώνω < κιγκλίδα + -ώνω < αρχαία ελληνική κιγκλίς

  Ρήμα επεξεργασία

κιγκλιδώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία