κεφαλομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεφαλομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική céphalométrique < céphalométrie < αρχαία ελληνική κεφαλή + μέτρον
Επίθετο
επεξεργασίακεφαλομετρικός
- που έχει σχέση με την κεφαλομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεφαλομετρικός