Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεφαλομετρικός η κεφαλομετρική το κεφαλομετρικό
      γενική του κεφαλομετρικού της κεφαλομετρικής του κεφαλομετρικού
    αιτιατική τον κεφαλομετρικό την κεφαλομετρική το κεφαλομετρικό
     κλητική κεφαλομετρικέ κεφαλομετρική κεφαλομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεφαλομετρικοί οι κεφαλομετρικές τα κεφαλομετρικά
      γενική των κεφαλομετρικών των κεφαλομετρικών των κεφαλομετρικών
    αιτιατική τους κεφαλομετρικούς τις κεφαλομετρικές τα κεφαλομετρικά
     κλητική κεφαλομετρικοί κεφαλομετρικές κεφαλομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική céphalométrique < céphalométrie < αρχαία ελληνική κεφαλή + μέτρον

  Επίθετο επεξεργασία

κεφαλομετρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία