Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεφαλαιοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κεφαλαιοποιημέν
ος
η
κεφαλαιοποιημέν
η
το
κεφαλαιοποιημέν
ο
γενική
του
κεφαλαιοποιημέν
ου
της
κεφαλαιοποιημέν
ης
του
κεφαλαιοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
κεφαλαιοποιημέν
ο
την
κεφαλαιοποιημέν
η
το
κεφαλαιοποιημέν
ο
κλητική
κεφαλαιοποιημέν
ε
κεφαλαιοποιημέν
η
κεφαλαιοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κεφαλαιοποιημέν
οι
οι
κεφαλαιοποιημέν
ες
τα
κεφαλαιοποιημέν
α
γενική
των
κεφαλαιοποιημέν
ων
των
κεφαλαιοποιημέν
ων
των
κεφαλαιοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
κεφαλαιοποιημέν
ους
τις
κεφαλαιοποιημέν
ες
τα
κεφαλαιοποιημέν
α
κλητική
κεφαλαιοποιημέν
οι
κεφαλαιοποιημέν
ες
κεφαλαιοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κεφαλαιοποιημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κεφαλαιοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεφαλαιοποιημένος