Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καψωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καψωμέν
ος
η
καψωμέν
η
το
καψωμέν
ο
γενική
του
καψωμέν
ου
της
καψωμέν
ης
του
καψωμέν
ου
αιτιατική
τον
καψωμέν
ο
την
καψωμέν
η
το
καψωμέν
ο
κλητική
καψωμέν
ε
καψωμέν
η
καψωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καψωμέν
οι
οι
καψωμέν
ες
τα
καψωμέν
α
γενική
των
καψωμέν
ων
των
καψωμέν
ων
των
καψωμέν
ων
αιτιατική
τους
καψωμέν
ους
τις
καψωμέν
ες
τα
καψωμέν
α
κλητική
καψωμέν
οι
καψωμέν
ες
καψωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καψωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καψώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καψωμένος