κατσιργάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατσιργάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kasırga (ανεμοστρόβιλος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.t͡siɾˈʝas/}
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσιρ‐γάς
- τονικό παρώνυμο: Κατσίγρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατσιργάς αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014