κατεβατή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατεβατή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κατεβατός < ελληνιστική κοινή καταβατός < αρχαία ελληνική καταβαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατεβατή θηλυκό
- χτύπημα που δίνεται με το χέρι να κατεβαίνει από πάνω προς τα κάτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατεβατή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κατεβατή