καταχθονιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταχθονιότητα < (καθαρεύουσα) καταχθονιότης < καταχθόνιος + -ότης < αρχαία ελληνική καταχθόνιος < κατά + χθών
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταχθονιότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του καταχθόνιου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταχθονιότητα
|