Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταχειροκροτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταχειροκροτημέν
ος
η
καταχειροκροτημέν
η
το
καταχειροκροτημέν
ο
γενική
του
καταχειροκροτημέν
ου
της
καταχειροκροτημέν
ης
του
καταχειροκροτημέν
ου
αιτιατική
τον
καταχειροκροτημέν
ο
την
καταχειροκροτημέν
η
το
καταχειροκροτημέν
ο
κλητική
καταχειροκροτημέν
ε
καταχειροκροτημέν
η
καταχειροκροτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταχειροκροτημέν
οι
οι
καταχειροκροτημέν
ες
τα
καταχειροκροτημέν
α
γενική
των
καταχειροκροτημέν
ων
των
καταχειροκροτημέν
ων
των
καταχειροκροτημέν
ων
αιτιατική
τους
καταχειροκροτημέν
ους
τις
καταχειροκροτημέν
ες
τα
καταχειροκροτημέν
α
κλητική
καταχειροκροτημέν
οι
καταχειροκροτημέν
ες
καταχειροκροτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταχειροκροτημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταχειροκροτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταχειροκροτημένος