Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατατυραννισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατατυραννισμέν
ος
η
κατατυραννισμέν
η
το
κατατυραννισμέν
ο
γενική
του
κατατυραννισμέν
ου
της
κατατυραννισμέν
ης
του
κατατυραννισμέν
ου
αιτιατική
τον
κατατυραννισμέν
ο
την
κατατυραννισμέν
η
το
κατατυραννισμέν
ο
κλητική
κατατυραννισμέν
ε
κατατυραννισμέν
η
κατατυραννισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατατυραννισμέν
οι
οι
κατατυραννισμέν
ες
τα
κατατυραννισμέν
α
γενική
των
κατατυραννισμέν
ων
των
κατατυραννισμέν
ων
των
κατατυραννισμέν
ων
αιτιατική
τους
κατατυραννισμέν
ους
τις
κατατυραννισμέν
ες
τα
κατατυραννισμέν
α
κλητική
κατατυραννισμέν
οι
κατατυραννισμέν
ες
κατατυραννισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κατατυραννισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατατυραννώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατατυραννισμένος