κατατυραννώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατατυραννώ < ελληνιστική κοινή κατατυραννέω / κατατυραννῶ
Ρήμα
επεξεργασίακατατυραννώ
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) τυραννώ σε πολύ μεγάλο βαθμό
Συγγενικά
επεξεργασία- κατατυραννημένος
- κατατυράννηση
- → δείτε τις λέξεις κατά, τυραννώ και τύραννος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατυραννώ | κατατυραννούσα | θα κατατυραννώ | να κατατυραννώ | κατατυραννώντας | |
β' ενικ. | κατατυραννείς | κατατυραννούσες | θα κατατυραννείς | να κατατυραννείς | (κατατυράννει) | |
γ' ενικ. | κατατυραννεί | κατατυραννούσε | θα κατατυραννεί | να κατατυραννεί | ||
α' πληθ. | κατατυραννούμε | κατατυραννούσαμε | θα κατατυραννούμε | να κατατυραννούμε | ||
β' πληθ. | κατατυραννείτε | κατατυραννούσατε | θα κατατυραννείτε | να κατατυραννείτε | κατατυραννείτε | |
γ' πληθ. | κατατυραννούν(ε) | κατατυραννούσαν(ε) | θα κατατυραννούν(ε) | να κατατυραννούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατυράννησα | θα κατατυραννήσω | να κατατυραννήσω | κατατυραννήσει | ||
β' ενικ. | κατατυράννησες | θα κατατυραννήσεις | να κατατυραννήσεις | κατατυράννησε | ||
γ' ενικ. | κατατυράννησε | θα κατατυραννήσει | να κατατυραννήσει | |||
α' πληθ. | κατατυραννήσαμε | θα κατατυραννήσουμε | να κατατυραννήσουμε | |||
β' πληθ. | κατατυραννήσατε | θα κατατυραννήσετε | να κατατυραννήσετε | κατατυραννήστε | ||
γ' πληθ. | κατατυράννησαν κατατυραννήσαν(ε) |
θα κατατυραννήσουν(ε) | να κατατυραννήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατατυραννήσει | είχα κατατυραννήσει | θα έχω κατατυραννήσει | να έχω κατατυραννήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατατυραννήσει | είχες κατατυραννήσει | θα έχεις κατατυραννήσει | να έχεις κατατυραννήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατατυραννήσει | είχε κατατυραννήσει | θα έχει κατατυραννήσει | να έχει κατατυραννήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατυραννήσει | είχαμε κατατυραννήσει | θα έχουμε κατατυραννήσει | να έχουμε κατατυραννήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατατυραννήσει | είχατε κατατυραννήσει | θα έχετε κατατυραννήσει | να έχετε κατατυραννήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατατυραννήσει | είχαν κατατυραννήσει | θα έχουν κατατυραννήσει | να έχουν κατατυραννήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατατυραννώ
|