Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασφαγμένος η κατασφαγμένη το κατασφαγμένο
      γενική του κατασφαγμένου της κατασφαγμένης του κατασφαγμένου
    αιτιατική τον κατασφαγμένο την κατασφαγμένη το κατασφαγμένο
     κλητική κατασφαγμένε κατασφαγμένη κατασφαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασφαγμένοι οι κατασφαγμένες τα κατασφαγμένα
      γενική των κατασφαγμένων των κατασφαγμένων των κατασφαγμένων
    αιτιατική τους κατασφαγμένους τις κατασφαγμένες τα κατασφαγμένα
     κλητική κατασφαγμένοι κατασφαγμένες κατασφαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κατασφαγμένος, -η, -ο





  Μεταφράσεις επεξεργασία