Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατασταλμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατασταλμέν
ος
η
κατασταλμέν
η
το
κατασταλμέν
ο
γενική
του
κατασταλμέν
ου
της
κατασταλμέν
ης
του
κατασταλμέν
ου
αιτιατική
τον
κατασταλμέν
ο
την
κατασταλμέν
η
το
κατασταλμέν
ο
κλητική
κατασταλμέν
ε
κατασταλμέν
η
κατασταλμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατασταλμέν
οι
οι
κατασταλμέν
ες
τα
κατασταλμέν
α
γενική
των
κατασταλμέν
ων
των
κατασταλμέν
ων
των
κατασταλμέν
ων
αιτιατική
τους
κατασταλμέν
ους
τις
κατασταλμέν
ες
τα
κατασταλμέν
α
κλητική
κατασταλμέν
οι
κατασταλμέν
ες
κατασταλμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κατασταλμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταστέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατασταλμένος