↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπαυμένος η καταπαυμένη το καταπαυμένο
      γενική του καταπαυμένου της καταπαυμένης του καταπαυμένου
    αιτιατική τον καταπαυμένο την καταπαυμένη το καταπαυμένο
     κλητική καταπαυμένε καταπαυμένη καταπαυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπαυμένοι οι καταπαυμένες τα καταπαυμένα
      γενική των καταπαυμένων των καταπαυμένων των καταπαυμένων
    αιτιατική τους καταπαυμένους τις καταπαυμένες τα καταπαυμένα
     κλητική καταπαυμένοι καταπαυμένες καταπαυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καταπαυμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία