Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπαυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταπαυμέν
ος
η
καταπαυμέν
η
το
καταπαυμέν
ο
γενική
του
καταπαυμέν
ου
της
καταπαυμέν
ης
του
καταπαυμέν
ου
αιτιατική
τον
καταπαυμέν
ο
την
καταπαυμέν
η
το
καταπαυμέν
ο
κλητική
καταπαυμέν
ε
καταπαυμέν
η
καταπαυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταπαυμέν
οι
οι
καταπαυμέν
ες
τα
καταπαυμέν
α
γενική
των
καταπαυμέν
ων
των
καταπαυμέν
ων
των
καταπαυμέν
ων
αιτιατική
τους
καταπαυμέν
ους
τις
καταπαυμέν
ες
τα
καταπαυμέν
α
κλητική
καταπαυμέν
οι
καταπαυμέν
ες
καταπαυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταπαυμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταπαύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπαυμένος