↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταξοδιασμένος η καταξοδιασμένη το καταξοδιασμένο
      γενική του καταξοδιασμένου της καταξοδιασμένης του καταξοδιασμένου
    αιτιατική τον καταξοδιασμένο την καταξοδιασμένη το καταξοδιασμένο
     κλητική καταξοδιασμένε καταξοδιασμένη καταξοδιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταξοδιασμένοι οι καταξοδιασμένες τα καταξοδιασμένα
      γενική των καταξοδιασμένων των καταξοδιασμένων των καταξοδιασμένων
    αιτιατική τους καταξοδιασμένους τις καταξοδιασμένες τα καταξοδιασμένα
     κλητική καταξοδιασμένοι καταξοδιασμένες καταξοδιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καταξοδιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία