Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατανόημα τα κατανοήματα
      γενική του κατανοήματος των κατανοημάτων
    αιτιατική το κατανόημα τα κατανοήματα
     κλητική κατανόημα κατανοήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατανόημα < κατά- + νόημα, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική percept. Διαφορετική η αρχαία ελληνική κατανόημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατανόημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατανόημα < κατανοέω, κατά- + νόημα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατανόημα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη νοέω

  Πηγές επεξεργασία