κατανόημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατανόημα < κατά- + νόημα, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική percept. Διαφορετική η αρχαία ελληνική κατανόημα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατανόημα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατανόημα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατανόημα < κατανοέω, κατά- + νόημα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατανόημα ουδέτερο
- ο στόχος, ο τρόπος και το μέσο πραγματοποίησης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη νοέω
Πηγές
επεξεργασία- κατανόημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.