αντίλημμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντίλημμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίλημμα} ουδέτερο
- (ψυχολογία) η νοητή αναπαράσταση ενός αντικειμένου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντιλαμβάνομαι και λαμβάνω