Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταμερισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταμερισμέν
ος
η
καταμερισμέν
η
το
καταμερισμέν
ο
γενική
του
καταμερισμέν
ου
της
καταμερισμέν
ης
του
καταμερισμέν
ου
αιτιατική
τον
καταμερισμέν
ο
την
καταμερισμέν
η
το
καταμερισμέν
ο
κλητική
καταμερισμέν
ε
καταμερισμέν
η
καταμερισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταμερισμέν
οι
οι
καταμερισμέν
ες
τα
καταμερισμέν
α
γενική
των
καταμερισμέν
ων
των
καταμερισμέν
ων
των
καταμερισμέν
ων
αιτιατική
τους
καταμερισμέν
ους
τις
καταμερισμέν
ες
τα
καταμερισμέν
α
κλητική
καταμερισμέν
οι
καταμερισμέν
ες
καταμερισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταμερισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταμερίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταμερισμένος