καταμερισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακαταμερισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καταμερισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καταμερισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταμερισμένος