κατακλυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακλυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακλύζω
Μετοχή
επεξεργασίακατακλυσμένος, -η, -ο
- που έχει κατακλυσθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατακλυσμένος
|
κατακλυσμένος, -η, -ο
|