• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κατακλυσμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική κατακλυσμένος κατακλυσμένη κατακλυσμένο
γενική κατακλυσμένου κατακλυσμένης κατακλυσμένου
αιτιατική κατακλυσμένο κατακλυσμένη κατακλυσμένο
κλητική κατακλυσμένε κατακλυσμένη κατακλυσμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική κατακλυσμένοι κατακλυσμένες κατακλυσμένα
γενική κατακλυσμένων κατακλυσμένων κατακλυσμένων
αιτιατική κατακλυσμένους κατακλυσμένες κατακλυσμένα
κλητική κατακλυσμένοι κατακλυσμένες κατακλυσμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατακλυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατακλύζω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

κατακλυσμένος, -η, -ο

  • που έχει κατακλυσθεί

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κατακλυσμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κατακλυσμένος&oldid=4695048"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Αυγούστου 2020, στις 13:58

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Αυγούστου 2020, στις 13:58.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie