↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακλυσμένος η κατακλυσμένη το κατακλυσμένο
      γενική του κατακλυσμένου της κατακλυσμένης του κατακλυσμένου
    αιτιατική τον κατακλυσμένο την κατακλυσμένη το κατακλυσμένο
     κλητική κατακλυσμένε κατακλυσμένη κατακλυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακλυσμένοι οι κατακλυσμένες τα κατακλυσμένα
      γενική των κατακλυσμένων των κατακλυσμένων των κατακλυσμένων
    αιτιατική τους κατακλυσμένους τις κατακλυσμένες τα κατακλυσμένα
     κλητική κατακλυσμένοι κατακλυσμένες κατακλυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακλυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακλύζω

κατακλυσμένος, -η, -ο

  • που έχει κατακλυσθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία