Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδιωχτικός η καταδιωχτική το καταδιωχτικό
      γενική του καταδιωχτικού της καταδιωχτικής του καταδιωχτικού
    αιτιατική τον καταδιωχτικό την καταδιωχτική το καταδιωχτικό
     κλητική καταδιωχτικέ καταδιωχτική καταδιωχτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδιωχτικοί οι καταδιωχτικές τα καταδιωχτικά
      γενική των καταδιωχτικών των καταδιωχτικών των καταδιωχτικών
    αιτιατική τους καταδιωχτικούς τις καταδιωχτικές τα καταδιωχτικά
     κλητική καταδιωχτικοί καταδιωχτικές καταδιωχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταδιωχτικός < καταδιωκτικός

  Επίθετο επεξεργασία

καταδιωχτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία