καταδικάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταδικάσιμος < καταδικάζω + -σιμος
Επίθετο
επεξεργασίακαταδικάσιμος
- που μπορεί ή αξίζει να καταδικαστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καταδικάζω και δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταδικάσιμος
|