↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταγραμμένος η καταγραμμένη το καταγραμμένο
      γενική του καταγραμμένου της καταγραμμένης του καταγραμμένου
    αιτιατική τον καταγραμμένο την καταγραμμένη το καταγραμμένο
     κλητική καταγραμμένε καταγραμμένη καταγραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταγραμμένοι οι καταγραμμένες τα καταγραμμένα
      γενική των καταγραμμένων των καταγραμμένων των καταγραμμένων
    αιτιατική τους καταγραμμένους τις καταγραμμένες τα καταγραμμένα
     κλητική καταγραμμένοι καταγραμμένες καταγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καταγραμμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία