καστέλλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καστέλλο | τα | καστέλλα |
γενική | του | καστέλλου | των | καστέλλων |
αιτιατική | το | καστέλλο | τα | καστέλλα |
κλητική | καστέλλο | καστέλλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καστέλλο < μεσαιωνική ελληνική καστέλλον / κάστελλον < ιταλική castello < λατινική castellum < castrum < πρωτοϊταλική *kastrom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱes- (κόβω, χωρίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαστέλλο ουδέτερο
- άλλη μορφή του καστέλι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καστέλλο
|