Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κασελιασμένος η κασελιασμένη το κασελιασμένο
      γενική του κασελιασμένου της κασελιασμένης του κασελιασμένου
    αιτιατική τον κασελιασμένο την κασελιασμένη το κασελιασμένο
     κλητική κασελιασμένε κασελιασμένη κασελιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κασελιασμένοι οι κασελιασμένες τα κασελιασμένα
      γενική των κασελιασμένων των κασελιασμένων των κασελιασμένων
    αιτιατική τους κασελιασμένους τις κασελιασμένες τα κασελιασμένα
     κλητική κασελιασμένοι κασελιασμένες κασελιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κασελιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία