Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κασελιάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κασελιάζω
<
μεσαιωνική ελληνική
κασελιάζω
<
βενετική
cassela
<
cassa
<
λατινική
capsa
<
capio
Ρήμα
επεξεργασία
κασελιάζω
(
οικείο
)
βάζω
σε
κασέλα
,
συσκευάζω
σε
κιβώτιο
Συγγενικά
επεξεργασία
κασελιασμένος
→
δείτε
τη λέξη
κασέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κασελιάζω