Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κασαμπάς οι κασαμπάδες
      γενική του κασαμπά των κασαμπάδων
    αιτιατική τον κασαμπά τους κασαμπάδες
     κλητική κασαμπά κασαμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασαμπάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kasaba (κωμόπολη) + ή (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قصبه (kasaba) < αραβική قصبة (qaṣaba)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασαμπάς αρσενικό

  1. (δημοτική) οχυρωμένη πόλη
    ※  Ένας πασάς διαβαίνει κι άλλος έρχεται, / στα Τρίκαλα πηγαίνουν μες στον κασαμπά, / γυρεύουν τους γερόντους τους Τρικαλινούς, / γυρεύουν τους παπάδες τ’ Ασπροπόταμου. (Γιώργης Έξαρχος, Οι Ελληνοβλάχοι (Αρμανοί), 2001, σελ. 322)
  2. (παρωχημένο) κάστρο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία