κατσαμπάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατσαμπάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kasaba (κωμόπολη) + -ς ή (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قصبه (kasaba) < αραβική قصبة (qaṣaba)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσαμπάς αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατσαμπάς
→ δείτε τη λέξη κασαμπάς |