↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρχηδονικός η καρχηδονική το καρχηδονικό
      γενική του καρχηδονικού της καρχηδονικής του καρχηδονικού
    αιτιατική τον καρχηδονικό την καρχηδονική το καρχηδονικό
     κλητική καρχηδονικέ καρχηδονική καρχηδονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρχηδονικοί οι καρχηδονικές τα καρχηδονικά
      γενική των καρχηδονικών των καρχηδονικών των καρχηδονικών
    αιτιατική τους καρχηδονικούς τις καρχηδονικές τα καρχηδονικά
     κλητική καρχηδονικοί καρχηδονικές καρχηδονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρχηδονικός < Καρχηδόνιος + -ικός < αρχαία ελληνική Καρχηδόνιος < Καρχηδών

  Επίθετο

επεξεργασία

καρχηδονικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία