καρσινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καρσινός | η | καρσινή | το | καρσινό |
γενική | του | καρσινού | της | καρσινής | του | καρσινού |
αιτιατική | τον | καρσινό | την | καρσινή | το | καρσινό |
κλητική | καρσινέ | καρσινή | καρσινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καρσινοί | οι | καρσινές | τα | καρσινά |
γενική | των | καρσινών | των | καρσινών | των | καρσινών |
αιτιατική | τους | καρσινούς | τις | καρσινές | τα | καρσινά |
κλητική | καρσινοί | καρσινές | καρσινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρσινός < καρσί + -ινος < τουρκική karşı < οθωμανική τουρκική قارشو (karşı / karşu) < πρωτοτουρκική
Επίθετο επεξεργασία
καρσινός
- (παρωχημένο) ο απέναντι, ο αντικρινός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρσινός
|