καρσί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρσί < (άμεσο δάνειο) τουρκική karşı < οθωμανική τουρκική قارشو (karşı / karşu) < πρωτοτουρκική
Επίρρημα
επεξεργασίακαρσί
- (παρωχημένο) απέναντι
- ※ Ἀπόξω τόν Σερπετζέ καρσί τοῦ Σέτζου ἦταν ἕνας γαμπρός τοῦ Γκούρα ὁ Ντεντούσης, τίμιος πατριώτης καί γενναίος· κιντυνώδης ἡ θέση αὐτείνη – ἐσκοτώθη (Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρσί
→ δείτε τη λέξη απέναντι |