καρσί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καρσί < (άμεσο δάνειο) τουρκική karşı < οθωμανική τουρκική قارشو (karşı / karşu) < πρωτοτουρκική
Επίρρημα
επεξεργασία
καρσί
- (παρωχημένο) απέναντι
- ※ Ἀπόξω τὸν Σερπετζὲ καρσί τοῦ Σέτζου ἦταν ἕνας γαμπρὸς τοῦ Γκούρα ὁ Ντεντούσης, τίμιος πατριώτης καὶ γενναίος· κιντυνώδης ἡ θέση αὐτείνη – ἐσκοτώθη (Απομνημονεύματα Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη, μέσα 19ου αιώνα περίπου)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρσί
→ δείτε τη λέξη απέναντι |