↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρσιλαμάς οι καρσιλαμάδες
      γενική του καρσιλαμά των καρσιλαμάδων
    αιτιατική τον καρσιλαμά τους καρσιλαμάδες
     κλητική καρσιλαμά καρσιλαμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρσιλαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική karşılama < karşılamak < karşı (καρσί, απέναντι, αντίκρυ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾ.si.laˈmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐σι‐λα‐μάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρσιλαμάς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία