Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρποκάψα οι καρποκάψες
      γενική της καρποκάψας των καρποκαψών
    αιτιατική την καρποκάψα τις καρποκάψες
     κλητική καρποκάψα καρποκάψες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ενήλικη καρποκάψα

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρποκάψα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική carpocapse < αρχαία ελληνική καρπός + λατινική capsa < capio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρποκάψα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία