Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρπόκαψα οι καρπόκαψες
      γενική της καρπόκαψας των καρποκαψών
    αιτιατική την καρπόκαψα τις καρπόκαψες
     κλητική καρπόκαψα καρπόκαψες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ενήλικη καρπόκαψα

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρπόκαψα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική carpocapse < αρχαία ελληνική καρπός + λατινική capsa < capio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρπόκαψα θηλυκό

  • (εντομολογία) άλλη μορφή του καρποκάψα
    ※  Την αύξηση της εμφάνισης του εντόμου της καρπόκαψας σε μηλιά, αχλαδιά και καρυδιά καταγράφουν τα Περιφερειακά Κέντρα Προστασίας Φυτών, Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Θεσσαλονίκης, Βόλου και Ηρακλείου. (*)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία