καρπόκαψα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρπόκαψα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική carpocapse < αρχαία ελληνική καρπός + λατινική capsa < capio
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρπόκαψα θηλυκό
- (εντομολογία) άλλη μορφή του καρποκάψα
- ※ Την αύξηση της εμφάνισης του εντόμου της καρπόκαψας σε μηλιά, αχλαδιά και καρυδιά καταγράφουν τα Περιφερειακά Κέντρα Προστασίας Φυτών, Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Θεσσαλονίκης, Βόλου και Ηρακλείου. (*)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- codling moth στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρπόκαψα
|