Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρκινοπαθής η καρκινοπαθής το καρκινοπαθές
      γενική του καρκινοπαθούς* της καρκινοπαθούς του καρκινοπαθούς
    αιτιατική τον καρκινοπαθή την καρκινοπαθή το καρκινοπαθές
     κλητική καρκινοπαθή(ς) καρκινοπαθής καρκινοπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρκινοπαθείς οι καρκινοπαθείς τα καρκινοπαθή
      γενική των καρκινοπαθών των καρκινοπαθών των καρκινοπαθών
    αιτιατική τους καρκινοπαθείς τις καρκινοπαθείς τα καρκινοπαθή
     κλητική καρκινοπαθείς καρκινοπαθείς καρκινοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

δημοτική γενική ενικού αρσενικού: του καρκινοπαθή

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρκινοπαθής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

καρκινοπαθής

  Μεταφράσεις επεξεργασία