↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραμελένιος η καραμελένια το καραμελένιο
      γενική του καραμελένιου της καραμελένιας του καραμελένιου
    αιτιατική τον καραμελένιο την καραμελένια το καραμελένιο
     κλητική καραμελένιε καραμελένια καραμελένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραμελένιοι οι καραμελένιες τα καραμελένια
      γενική των καραμελένιων των καραμελένιων των καραμελένιων
    αιτιατική τους καραμελένιους τις καραμελένιες τα καραμελένια
     κλητική καραμελένιοι καραμελένιες καραμελένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

καραμελένιος < καραμέλ(α) + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ɾa.meˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐με‐λέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

καραμελένιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • καραμελένιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)