Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρακάξα οι καρακάξες
      γενική της καρακάξας των καρακαξών
    αιτιατική την καρακάξα τις καρακάξες
     κλητική καρακάξα καρακάξες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ενήλικη καρακάξα (υποείδος P. p. pica )

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρακάξα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρακάξα, αβέβαιου ετύμου λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈka.ksa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρακάξα θηλυκό

  1. (πτηνό) πουλί του είδους Pica pica της οικογένειας των Κορακιδών, με άσχημη φωνή αλλά εξαιρετική ευφυία. Της αρέσει να συλλέγει λαμπερά αντικείμενα
  2. (μειωτικό) χαρακτηρισμός άσχημης και κουτσομπόλας γυναίκας
    είναι μια γριά καρακάξα αυτή, αν σε πιάσει στο στόμα της χάθηκες!

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία