↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κανταδόρικος η κανταδόρικη το κανταδόρικο
      γενική του κανταδόρικου της κανταδόρικης του κανταδόρικου
    αιτιατική τον κανταδόρικο την κανταδόρικη το κανταδόρικο
     κλητική κανταδόρικε κανταδόρικη κανταδόρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κανταδόρικοι οι κανταδόρικες τα κανταδόρικα
      γενική των κανταδόρικων των κανταδόρικων των κανταδόρικων
    αιτιατική τους κανταδόρικους τις κανταδόρικες τα κανταδόρικα
     κλητική κανταδόρικοι κανταδόρικες κανταδόρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανταδόρικος < κανταδόρ(ος) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kan.daˈðo.ɾi.kos/ & /kan.taˈðo.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ντα‐δό‐ρος ή καν‐τα‐δό‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

κανταδόρικος θηλυκό

  • (μουσική) που έχει σχέση με τον κανταδόρο ή την καντάδα ή αναφέρεται σ' αυτά
    ※  Η πρώτη κρούση των Χειμερινών Κολυμβητών στη δισκογραφία έγινε τα τέλη του 1974, αλλά η πόρτα έμεινε κλειστή. Πολύ κανταδόρικος ο ήχος, τους είπαν. Εντελώς εκτός κλίματος εποχής (που ήθελε μεγάλες συναυλίες και επαναστατικά άσματα). (* εφημερίδα Τα Νέα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία